Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φορτισμός — ὁ, ΜΑ [φορτίζω] το φόρτωμα, το να σηκώνει κανείς ένα φορτίο … Dictionary of Greek
φορτισμοῦ — φορτισμός carrying of loads masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)